Προηγούμενο Transsexual | Επόμενο Transsexual |
Περιγραφή:
Στατιστικά Φωτογραφίας: Εμφανίσεις: 14987 Νοεμβρίου 13, 2018, 11:57:09 ΜΜ Βαθμολογία: από 6 μέλη. Σύνολο Likes: 0 |
Σελίδες1
9 λεπτά πριν |
18 λεπτά πριν |
Ημερήσια ενημέρωση για Στούντιο! 20 λεπτά πριν |
Στούντιο που έχουν πιό φτηνά το ελεύθερο στοματικό!! 29 λεπτά πριν |
31 λεπτά πριν |
51 λεπτά πριν |
Ημερήσια ενημέρωση για μπουρδέλα! 51 λεπτά πριν |
55 λεπτά πριν |
Εθνάρχου Μακαρίου 18 (Diamond Spa) 58 λεπτά πριν |
Σε "ροζ" ταινίες για να πληρώσουν το ενοίκιο 60 λεπτά πριν |
Στούντιο Τριγγέτα 3(Νέος Κόσμος)! 1 ώρα πριν |
Ποια ήταν η χειρότερη σεξ εμπειρία σας γενικά? 1 ώρα πριν |
1 ώρα πριν |
ierodoules που εχουμε γαμησει και μοιαζουν πολυ με γνωστες πορνοσταρ. 1 ώρα πριν |
«Εντάξει;», τη ρωτάω, με χαμόγελο, δίνοντάς της εβδομήντα ευρώ.
«Θέλεις να μου δώσεις ένα πενηντάρικο», μου προτείνει, τότε, κάπως μαγκωμένη, εγχειρίζοντάς μου πίσω το εικοσάρι και συνεχίζει: «να κάτσουμε πιο άνετα και να τελειώσω κι εγώ;»
«Την προηγούμενη φορά, 70 σου είχα δώσει», της υπενθυμίζω.
«Ναι, μωρέ, αλλά σήμερα μ' έφερες λίγο νωρίς εδώ», επιχειρηματολογεί – πάντα με συστολή (η αλήθεια, βέβαια, είναι πως το ραντεβού έχει κλειστεί ίδια ώρα με την πρώτη φορά).
«Νωρίς, ε;», λέω κυττάζοντάς την κι αμέσως παίρνω την απόφαση: «Εντάξει, θα σου δώσω το πενηντάρικο»
«Εντάξει;», αναθαρρεί και στο καπάκι μού υπόσχεται: «Θα κάτσουμε με την ησυχία μας!»
«Εντάξει, εντάξει», την καθησυχάζω.
«Σίγουρα δεν έχεις οικονομικό πρόβλημα, έτσι;», ενδιαφέρεται να μάθει.
Εξηγώ:
«Τα λεφτά δεν μου περισσεύουν αλλά στα δίνω γιατί θέλω να ξανασυνευρεθώ μαζί σου»
«Λοιπόν, έρχομαι», μ' ενημερώνει και βγαίνοντας απ' το δωμάτιο επαναλαμβάνει την υπόσχεσή της: «Θα κάτσουμε με την ησυχία μας»
Επανέρχεται ολόγυμνη όπου αφού μου χουφτώνει στιγμιαία –αλλά επιβητόρικα– τον κώλο, ξαπλώνει ημίκλιντη επί του στρώματος καλώντας με να ξαπλώσω κι εγώ («Ξάπλωσε») και στη συνέχεια να πλησιάσω («Έλα κοντά μου»)
Το χοντρό και μακρύ καβλί της βρίσκεται στη χούφτα μου, η οποία αρχίζει να παλινδρομεί κατά μήκος του, αργά, την ίδια ώρα που το στόμα μου το θαυμάζει («Αχ, τι ψωλάρα είναι αυτή...») πριν το καταπιεί...
«Αχ, μωράκι μου, κάβλα μου, μ' αρέσει όλη να μπαίνει μέσα. Ρούφα τον όλον μέσα στο στοματάκι σου», μου γνωστοποιεί, από τα πρώτα μπουκώματα, την προτίμησή της και μου δίνει οδηγίες, με λάγνα φωνή τρανς, επικροτώντας («Κάβλα μου, μωρό μου...») τις προσπάθειες που καταβάλω να την ικανοποιήσω...
Πιάνοντας τους βαρείς γεννητικούς της αδένες απ' τη ρίζα, με το ένα χέρι, τους σφίγγει κι αρχίζει να τους τρίβει, διαμέσου του τεντωμένου οσχέου, στο σαγόνι μου –ενώ, εγώ, συνεχίζω το τσιμπούκι– ενθαρρύνοντάς με («Ααχ, έτσι, και τ' αρχίδια όλα μέσα, με τρελαίνεις, βάλτα μέσα, καριόλα...») όταν, λίγο αργότερα, η προσοχή μου στρέφεται σ' αυτούς...
Την όλη διαδικασία παρακολουθεί απ' τον πλαϊνό, μεγάλο, στρογγυλό, επίτοιχο καθρέφτη κι έχοντας το χέρι στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου συνεχίζει να δίνει οδηγίες γι' ακόμα πιο βαθιά («Χώστο μες στο στόμα σου. Χώστο όλο. Μπορείς; Έτσι, άστο εκεί, μ' αρέσει εμένα. Κάβλα μου! Κάβλα μου! Ααα, γαμιόλα μου... Ναι, ρε καριόλα, έτσι, έτσι... Έτσι, κάνε τις πίπες σου...»). Συνεχίζει, λοιπόν, να δίνει οδηγίες γι' ακόμα πιο βαθύ τσιμπούκι μέχρι να πνιγώ:
«Γκλουκ!»
«Έτσι, έτσι, έτσι πνίξτονε! Πνίξτονε τον πούτσο. Χώστον μέσα. Έτσι, σάλιωστον. Αχ, με τρελαίνεις... Τι πίπα είναι αυτή που κάνεις μωρό μου...»
Μέχρι να πνιγώ αλλά και να με πνίξει:
«Κάτσε να στο γαμήσω, λίγο, εγώ... Έτσι. Σ' αρέσει να στο γαμάω το στοματάκι;» (μιλάει πιέζοντας, τώρα, με τα δυο της χέρια, το κεφάλι μου στους βουβώνες της, ενώ την ίδια στιγμή κουνάει πάνω-κάτω τη λεκάνη της παλινδρομώντας το θηρίο εντός της στοματικής μου κοιλότητας και φτάνοντας τη μουσούδα του μέχρι τον φάρυγγα...)
Στην ερώτησή της, φυσικά, δεν απαντάω μιας και εκείνη τη στιγμή αγωνιώ ν' αναπνεύσω...
«Μμ; Να είσαι η γαμιόλα μου;», επιμένει.
Ένα ηχηρό και συνάμα σιχαμερό «γκλουκ!» έρχεται προς απάντησή της.
Τώρα κρατάω τη χοντροψώλα της με τα δυο μου χέρια και κεντρίζω, με την άκρη της γλώσσας μου, την ουρήθρα πριν πάρω την προεξέχουσα βάλανο στο στόμα – στη συνέχεια και το κρεατωμένο σώμα, μέχρι, σχεδόν, τ' αφράτα αρχίδια.
«Έτσι, έτσι, πάρε την ψωλή μου μέσα... Έτσι, να πνίγεσαι...»
Το τσιμπούκι συνεχίζεται με 'κείνη να έχει πλέξει τις λεπτές της γάμπες πίσω απ' την πλάτη μου, κυττάζοντάς μας, την ίδια στιγμή, απ' τον πλαϊνό καθρέφτη και τρίβοντας τα βυζιά της...
«Ωωχ, ωωχ, κάβλα μου, πώς τον βάζεις όλον μέσα; Είναι τέλεια...»
Το τσιμπούκι συνεχίζεται με μένα να πνίγομαι γι' άλλη μια φορά:
«Γκλουκ!... Γκλουκ!... Ααχ...»
«Μωρό μου... Μ' αρέσει που σε βλέπω να πνίγεσαι...»
Το τσιμπούκι συνεχίζεται με το να της θωπεύω, ταυτόχρονα, τ' αρχίδια:
«Έτσι, πιάσε με απ' τ' αρχίδια, έτσι, δικά σου είναι. Άμα θέλεις βάλε και τ' αρχίδια μέσα στο στοματάκι σου. Εγώ δεν έχω πρόβλημα»
Το τσιμπούκι συνεχίζεται με το να την επαινώ – κάποια στιγμή που βγάζω την ψώλα της απ' το στόμα:
«Ααχ, είσαι φοβερή!...»
Το τσιμπούκι συνεχίζεται με 'κείνη να επιμένει να το κάνω βαθιά – κρατώντας μου, με τα δυο της χέρια, το κεφάλι:
«Έλα χώστον όλον μέσα, μέχρι τ' αρχίδια. Έλα, μπορείς. Άνοιξε καλά το στοματάκι σου... Θα στο σκίσω, εγώ, το κωλόμουνο, θα στο σκίσω...»
«Γκλουκ! Ααχ...»
«Έτσι και τ' αρχίδια μέσα...»
Όταν, λίγο αργότερα, καθισμένη στις γάμπες της σκίζει το περίβλημα μιας καπότας, εγώ, δίπλα της, όρθιος στα γόνατα, παραδέχομαι, πιάνοντας –με τον δείκτη, τον μέσο και τον αντίχειρα– την ξεκάβλωτη ψωλίτσα μου:
«Αχ, τι ψωλαρού είσαι εσύ... Καμία σχέση η ψωλάρα σου με το καβλάκι μου»
«Εντάξει, η κάθε πούτσα έχει τη δικιά της προσωπικότητα», σχολιάζει, βγάζοντας από μέσα το τυλιγμένο προφυλακτικό, με μένα να συμφωνώ («Αχ, ναι...») και συνεχίζει, αρπάζοντάς με απ' τον σβέρκο και κατεβάζοντας το κεφάλι μου χαμηλά στην κοιλιά της: «Εσένα μοιάζει περισσότερο με κλειτορίδα»
Με το που ξαναπαίρνω τον εξογκωμένο και καμπυλωμένο προς τα πάνω, πούτσο της στο στόμα (Σαμπρίνα: Έτσι, ρούφα εσύ. Κάνε τη δουλειά σου) εκείνη μου χώνει δύο καποτοφορεμένα και λιπασμένα με το σάλιο της, δάχτυλα στον πρωκτό, προχωρώντας και σε διαπιστώσεις:
«Κωλόμουνο είναι αυτό, ε;... Σ' αρέσει που στα 'χω μέσα. Το γουστάρεις. Ααχ, πουστράκι, σ' άνοιξα...»
Με κωλοδαχτυλιάζει βαθιά, βίαια κι επώδυνα, με αποτέλεσμα να μην τη γλύφω –παύλα ρουφάω– όπως θέλει κι εκείνη να μου το παρατηρεί:
«Βάλτον όλον μέσα. Μην κάνεις σαν παρθένα τώρα. Μου φαίνεται πως παραιτήθηκες λίγο. Έλα, γλύψε με καλά»
Χωρίς, όμως, να παραλείπει και να μ' επαινεί:
«Είναι τέλειος ο πάτος σου, πάντως! Κάτσε να στον δουλέψω, εγώ, καλά... Έτσι, ν' ανοίξει για την πούτσα. Κατάλαβες;»
Είναι η ίδια που μου ζητάει να ξεκινήσουμε:
«Αχ, ξέρεις τι θέλω; Να κάτσεις πάνω στην πούτσα μου»
Ξαπλωμένη ανάσκελα και με τα λεπτά της σκέλη μισάνοιχτα κι ελαφρώς κεκαμμένα, περνάει την καπότα από τα δάχτυλα στην ορθωμένη και μακριά χοντρόπουτσά της και 'γω, κάνοντας βαθύ κάθισμα, κάθομαι στον "θρόνο"...
«Αχ, μα πως το κάρφωσες, έτσι, μέσα, ρε μωρό μου, με πόνεσε η πούτσα μου!», διαμαρτύρεται και συνεχίζει ψιλοεκνευρισμένη: «Σιγά σιγά βάλτονε»
«Αχ, είμαι μία ανίκανη», κλαψουρίζω κρατώντας ανοιχτά, με τα δυο μου χέρια, τα κωλομέρια μου κι ενώ νιώθω μέρος της ψώλας της να γλιστράει στο κωλάντερό μου.
«Ναι;»
«Μία στενοκώλα»
«Θα στ' ανοίξω εγώ, θα στο κάνω σαν μουνάκι το κωλαράκι σου», με διαβεβαιώνει, μαλακωμένη πια, απαλοτσιμπώντας μου τις θηλές κι απαλοχαστουκίζοντάς με...
«Πω πω, τι χοντρόπουτσα είναι αυτή...»
«Γάμα τη. Κράτα τη και γάμα τη καλά», μου ζητάει κυττάζοντάς μας διαμέσου του καθρέφτη κι όταν, ύστερα από μερικές προσπάθειες να την πάρω πιο βαθιά μού βγαίνει, με παρατηρεί: «Γιατί την έβγαλες μωρή πουτάνα, θες να με τσατίσεις; Ε; Γιατί την έβγαλες την πούτσα, έξω;»
«Γιατί είμαι μαλάκας. Γι' αυτό», ομολογώ.
«Σήκω και ξανακάτσε σωστά», μου ζητάει τότε εκείνη, πιάνοντας με το ένα χέρι το μαρκούτσι της απ' τη ρίζα και συμπληρώνει, καθώς εγώ επιχειρώ καινούργιο βαθύ κάθισμα: «και μην την ξαναβγάλεις έξω...»
«Αχ, είμαι πουτάνα»
«Γιατί νευριάζει η πούτσα», με προειδοποιεί, απαλοχαστουκίζοντάς με μια φορά.
«Ναι...»
«Έτσι... Έλα, καρφώσου πάλι πάνω...»
«Αχ,ναι...»
Ο κώλος μου όμως δεν λέει να τη δεχτεί, με αποτέλεσμα η κάτοχός της να ψιλοεκνευριστεί εκ νέου:
«Έλα, έλα, δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου...»
«Ναι, είμαι ανίκανος μέχρι και σ' αυτό...»
«Έλα, καρφώσου και μη μιλάς»
«Αχ...»
Χαλαρώνοντας, κάπως, με αυτοσυγκέντρωση, τον πρωκτοσφιγκτήρα μου καταφέρνω να επιτρέψω να εισχωρήσουν μερικά απ' τα πολλά εκατοστά της μέσα. Είναι τότε που μου λέει:
«Έτσι, κάθισε αναπαυτικά πάνω»
Και μου ζητάει να γείρω τον κορμό προς τα πίσω, βάζοντας τα χέρια μου στήριγμα:
«Βάλε και το άλλο χέρι πίσω. Μπράβο, βρώμα. Γαμήσου τώρα. Γαμήσου σαν μια πουτάνα μπουρδέλου. Κάνε την τσούλα»
Αφήνοντας παθητικό επιφώνημα ηδονής («Ααχ...»), με τα σώματά μας να έχουν σχηματίσει μία αμβλεία γωνία, αρχίζω ν' ανεβοκατεβαίνω και να τρίβομαι μπρος-πίσω, σε μια προσπάθεια να νιώσω τον ανδρισμό της μέσα μου, ενώ εκείνη, πάντα ξαπλωμένη ανάσκελα κι έχοντας τα χέρια ανοιχτά, στο σχήμα του σταυρού, συνεχίζει τις παροτρύνσεις:
«Ε; Έτσι, άλλαξε λίγο τον ρόλο σου, άφησε να βγει το θηλυκό που κρύβεις μέσα σου»
«Ααχ...»
«Καλά είσαι;»
«Αχ, ναι...»
«Έτσι, σκίσου, τότε»
«Αχ, τι ξέσκισμα είναι αυτό...»
«Έτσι πρέπει...»
«Ααχ... Ααχ... Ααχ...»
Συνεχίζει τις παροτρύνσεις, πάντα με τα χέρια της ανοιχτά στο σχήμα του σταυρού, κυττώντας μας και διαμέσου του καθρέφτη:
«Γάμα το, γάμα το πιο πολύ... 'Εεετσι...»
«Αχ, αχ, αχ, τι ψωλαρού είσαι εσύ...»
«Ξέρεις τι θέλω τώρα; Να στηθείς στα τέσσερα. Να σε ξεκωλιάσω εγώ»
«Αχ, τέλεια!», συμφωνώ ξεκαβαλικεύοντας.
Σηκώνεται κι εκείνη κρατώντας το βαρύ και στιβαρό πέος της απ' τη ρίζα.
«Στήσου, καλά, στο κρεβάτι», μου δείχνει με το ελεύθερο χέρι της και συνεχίζει: «Εδώ, να με βλέπεις και στον καθρέφτη, έτσι»
«Σιγά σιγά σε παρακαλώ...», της ζητάω να με προσέξει, με 'κείνη να με καθησυχάζει («Μη φοβάσαι»)
Το τρίβει για λίγο πριν μου το χώσει κι όταν το βάζει την ακούω να σχολιάζει:
«Μπράβο γαμιόλα μου. Μπήκε σαν να μπαίνει σε μουνί. Όπως στο είπα. Να ξέρεις πως ό,τι λέει το Σαμπρινάκι είναι υπογραφή»
Αρχίζει να μπαινοβγαίνει, με μένα να νιώθω όλη τη διαδρομή του ερωτικού "πιστονιού" της στο εσωτερικό του ερωτικού κυλίνδρου μου, τραβώντας το –κάποιες φορές– και τελείως έξω, πριν το ξανασπρώξει μέσα.
«Αχ, σαν να έχω μουνί τον παίρνω!»
«Μμ... Όλον τον παίρνεις»
«Αχ, μου τον έκανες κωλόμουνο!»
«Ναι, μάτια μου, ναι»
«Ααχ...»
«Αχ, γαμιόλα μου, εκεί, μέχρι τον πάτο θα τον πάρεις», μου κάνει γνωστό ανεβάζοντας το ένα πόδι πάνω στο κρεβάτι και συνεχίζει ρωτώντας με: «Ε; σου αρέσει που γαμιέσαι και τον παίρνεις μέχρι τον πάτο, βαθιά;»
«Αχ, μ' αρέσει που τον παίρνω μέχρι τον πάτο βαθιά», της απαντώ ενώ την ίδια στιγμή νιώθω τις ισχυρές γαμιές της.
«Θα σε ξεπατώσω παλιοπουτάνα γιατί πρέπει να μάθεις να φέρεσαι. Να μάθεις να τον παίρνεις σαν καλό κορίτσι», συνεχίζει τις ανακοινώσεις καρφώνοντάς με ακόμα πιο δυνατά.
Η δυσφορία, όμως, από αυτές τις τελευταίες ακόμα πιο ισχυρές γαμιές, κάποια στιγμή γίνεται ανυπόφορη.
«Ααα!! Ααα... Αα...»,
«Σσσ... Τι συμβαίνει τώρα, δεν το απολαμβάνεις;»
«Ααχ, ααχ, ααχ!»
Είναι φανερό πως, σ' αυτή τη στάση, έχω φτάσει στα όριά μου – και δεν με πηδάει πάνω από δυο λεπτά...
«Ξάπλωσε και σήκωσε τα πόδια σου, σαν τα πουτανάκια στα μπουρδέλα», την ακούω να μου ζητάει τρίβοντας την πάντα φουσκωμένη ψώλα της κι εγώ το κάνω λέγοντας:
«Αχ, τι ψωλαρού είσαι εσύ...»
Μου την ξαναχώνει κι ξαναρχίζει να με γαμάει, καθισμένη στις γάμπες της, με μένα να βογκάω από πόνο και ηδονή μαζί.
«Παίξτον, λίγο, να καβλώσει για να μην πονάς. Όταν είναι καβλωμένη δεν σε πονάει τόσο», με συμβουλεύει.
«Αχ, τι χοντρόπουτσα είναι αυτή που με γαμάει...», ομολογώ ενώ την ίδια ώρα αρχίζω ν' ακολουθώ τη συμβουλή της τρίβοντας την ξεκάβλωτη ψωλίτσα μου.
«Σου αξίζει. Σου αξίζει παλιοπούστρα»
«Αχ, είμαι μια ξεσκισμένη πουτάνα, γαμημένη και ανίκανη»
«Έτσι, πάνω στην πούτσα μου θα ψοφήσεις!», μου κοινοποιεί και κυττάζοντάς μας διαμέσου του πλαϊνού καθρέφτη, προς επίρρωση, δυναμώνει τις γαμιές της.
«Αχ, πω πω, δύναμη που έχεις!»
«Πω πω, πώς τον ρουφάς, έτσι, τον πούτσο μου όλον μωρή γαμιόλα!... Πω πω, τι είναι αυτό το πράγμα!...», την ακούω να λέει εντυπωσιασμένη καθώς περνάει τα μπράτσα της πίσω απ' τα γόνατά μου, σε μία προσπάθεια να με διπλώσει και συνεχίζει: «Παιξ' το πουλάκι σου»
«Αχ, είμαι ανίκανος...», παραδέχομαι, κάνοντας αυτό που μου ζητάει.
«Παίξτο να χύσεις», επιμένει.
«Αχ, ενώ εσύ είσαι μια ικανή ψωλαρού», συνεχίζω, εγώ, με τα δικά μου.
Το πήγαινέλα εξακολουθεί για δυο-τρία λεπτά ακόμα με τη Σαμπρίνα, πάντα καθισμένη στις γάμπες της, να γέρνει και πίσω στηριζόμενη στα τεντωμένα χέρια της.
Guino: Αχ, ωραία μπαίνει και βγαίνει...
Σαμπρίνα: Ε, άνοιξες, τώρα.
G: Θα με πάρεις και λίγο στα τέσσερα, πάλι;
Σ (καθώς τραβιέται): Αμέ.
«Τι ψωλή είναι αυτή ρε πούστη!», λέω με θαυμασμό καθώς σηκώνομαι –κι ενώ εκείνη την τρίβει, επιβητόρικα, όρθια πάνω στο κρεβάτι– και καταλήγω με παράπονο: «Να είχα κι εγώ μια τέτοια»
«Τι τη θέλεις;», απορεί.
Ένας θλιμμένος αναστεναγμός είναι η απάντησή μου...
«Άνοιξ΄ τα καλά τα πόδια... Κι άλλο... Εκεί το πόδι, έτσι», μου ζητάει απαλοχτυπώντας, τρεις-τέσσερις φορές, με το κουτουπιέ, τη γάμπα μου και συνεχίζει πιέζοντας, με το ελεύθερο χέρι της, τη μέση και τη λεκάνη μου προς τα κάτω: «Εκεί, κάτω η μέση σου, πίσω ο κώλος σου»
Τοποθετημένος στη θέση που έχει επιλέξει για 'μένα, γονατίζει κι αφού μου την ξαναχώνει αρχίζει να με γαμάει έχοντας τα χέρια της στη μέση μου.
«Αχ, η ψωλάρα σου η χοντρή!», αναφωνώ νιώθοντας το πέος της να παλινδρομεί στον πρωκτοσωλήνα μου, με 'κείνη να διαπιστώνει:
«Τελικά θα χύσω εγώ πριν από σένα»
«Αχ, θέλω να με χύσεις στην πλάτη όταν είναι»
«Ναι;...»
«Αχ, τρίβω το πουλάκι μου το μικρό», ψιθυρίζω νιώθοντας πως ο οργασμός μου δεν είναι μακριά.
Πράγματι ύστερα από λίγο ακόμα τρίψιμο ξεκινάω να βογκάω χαρακτηριστικά:
«Αχ, αχ, αχ, χύνω!»
«Πουτάνα...»
«Ααχ... Ααχ... Μμμ...»
Χύνω με τη Σαμπρίνα να συνεχίζει το μέσα-έξω κάνοντάς μου και πατητές...
«Αχ, αχ, αχ, με ξεκώλιασες...»
Τώρα είναι η σειρά της ν' αρχίσει να βογκάει.
Το κάνει ενώ έχει σηκωθεί όρθια πάνω στο κρεβάτι, έχει βγάλει το προφυλακτικό, τ΄οποίο κρατάει στο χέρι κι έχει ξεκινήσει να τρίβει, αργά, το μεγαλόπρεπο εργαλείο της. Σχεδόν αμέσως αισθάνομαι ζεστές σταγόνες στην πλάτη, στη μέση και στα καπούλια μου...
Guino: Χύσε με...
Σαμπρίνα (σφίγγοντας, με το χέρι, την πούτσα της και στη συνέχεια τινάζοντάς την έτσι ώστε να βγει και η τελευταία γλοιώδης σταγόνα): Μμμ, σε χύνω ρε καριόλα...
G: Ααχ... Ααχ... Ααχ...
Σ: Έχυσες κι εσύ;
G: Ναι...
Σ: Μπράβο πουτανάκι μου, σήκω πάνω.
Υπακούοντας σηκώνομαι και κατεβαίνω απ' το κρεβάτι. Τότε εκείνη με πλησιάζει κι εγώ, καταλαβαίνοντας, σκύβω και της την ξαναπαίρνω στο στόμα. Για να καθαρίσω ό,τι σπέρμα έχει απομείνει. Και το κάνω καλά, αφήνοντας την ογκωμένη ψώλα της λαμπίκο...
«Με αυτό που μου είπες στην αρχή, ότι σ' έφερα νωρίς, τι εννοούσες;», τη ρωτάω στην εξώπορτα, λίγο πριν τη διαβώ.
«Εγώ, αγάπη μου, εκείνη την ώρα (20:00) ψιλοκοιμάμαι και ξυπνάω κατά τις 22:00, έτσι ώστε να έρθω για δουλειά κατά τις 24:00-1 και να καθίσω μέχρι τις 4-5», μου απαντάει και συμπληρώνει, παιχνιδιάρικα, χαϊδεύοντάς μου τον κώλο: «Άντε, τζάσε τώρα»
Μισή ώρα έμεινα στον χώρο της, με το παιχνίδι να διαρκεί κανένα εικοσάλεπτο.
Συνοψίζοντας –και για τις δύο συνευρέσεις– θα έλεγα πως το συγκεκριμένο εμφανίσιμο αρσενικοθήλυκο έχει τις προϋποθέσεις (εργαλείο, στύση, νοοτροπία) για να χαρακτηρίζεται γαμιάς. Από 'κει και πέρα, τη δεύτερη φορά, τσίμπησε λίγο στην τιμή, αν και κατανοώ το επιχείρημα πως η συνεύρεση πραγματοποιήθηκε εκτός ωραρίου εργασίας κι επιπροσθέτως, ειδικά για το περί ου ο λόγος ανδρόγυνο, κλείστηκε τηλεφωνικά. Τσίμπησε, λοιπόν, λίγο στην τιμή κι επίσης θα το ήθελα με περισσότερη υπομονή (ιδίως τη δεύτερη φορά που υποτίθεται υπήρχε και άνεση χρόνου) αναγνωρίζοντας, βέβαια, και τη δική μου ευθύνη λόγω μη, ιδιαιτέρως, πρόθυμου κώλου. Πάντως το σίγουρο είναι πως αν όντως του τύχει κανένας willing ass θα του δώσει να καταλάβει...
Στο συμπαθητικό υποφωτισμένο δωμάτιο εισέρχεται ολόγυμνη τρίβοντας την εντυπωσιακή –σ' ό,τι αφορά το μήκος, το πάχος και το σχήμα–, ακόμα σε ηρεμία, ψώλα της κι εγώ, που εκείνη τη στιγμή βγάζω το βρακί μου, αφήνω ένα επιφώνημα θαυμασμού («Ωωω...»)
Διακριτικά μου ζητάει να την πληρώσω («Εεε, θα μου δώσεις το δωράκι μου;») και με τη σειρά μου της ζητάω να μου πει πόσα πρέπει να δώσω («Βεβαίως! Πόσο είναι;»). Νωρίτερα, στο τηλέφωνο, της είχα πει πως είχα ακούσει πως παίρνει 50 ευρώ.
«Δωσ' μου κάτι παραπάνω απ' αυτό που μου 'πες για να χύσουμε μαζί», μου απαντάει.
«Όκει!», συμφωνώ και πιάνω το πορτοφόλι μου.
«Να καβλώσουμε...», την ακούω να λέει, με λάγνα φωνή τρανς, πίσω μου.
«Καλά είμαστε;», ζητάω να μου επιβεβαιώσει δίνοντάς της συν ένα εικοσάρικο.
«Μ' αγαπάς;», μου το επιβεβαιώνει μ' ερώτηση.
«Και βέβαια σ' αγαπάω!», απαντώ.
«Έχεις κι ωραίο, πεταχτό κωλαράκι...», διαπιστώνει χουφτώνοντάς το επιβητόρικα, με μένα να βγάζω ένα παθητικό, ερωτικό επιφώνημα («Ααχ...»)
Η Σαμπρίνα έχει έκφυλο πρόσωπο, το μαλλί ξανθό μέχρι τους ώμους, νευρώδες αδύνατο κορμί –με μεσαία, αφράτα, artificial βυζιά– κι έναν εν τεταρτοκαβλωμένο, πια, ανδρισμό...
«Αμάν, τι πούτσος είναι αυτός...», λέω εντυπωσιασμένος, απαλοτρίβοντάς της τον, καθώς κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού.
«Καλός;»
«Πολύ καλός!», απαντώ και συνεχίζω κυττώντας χαμηλά στην κοιλιά μου, ενώ παράλληλα πιάνω, με τον δείκτη και τον αντίχειρα, το ψωλάκι μου: «Κύττα τον δικό μου πόσος είναι...»
«Σαν μουνάκι είναι!», συμφωνεί, όπως ξετυλίγει ένα προφυλακτικό κατά μήκος του ογκώδους γεννητικού της μορίου.
Όρθια, έχοντας ανεβάσει το ένα πόδι πάνω στο κρεβάτι, μου το δίνει στο στόμα κι εγώ της το καταπίνω μέχρι τ' αρχίδια, βογκώντας ιμερικά («Μμμ...»)
«Όλο θέλω να το πάρεις μέσα... Έτσι μ' αρέσει...», μ' ενημερώνει κρατώντας το κεφάλι μου, με τα δύο χέρια, από πίσω και συνεχίζει καθώς προχωράει σε ήπιο mouth-fuck: «Έτσι, να καβλώνει σιγά σιγά...»
«Μμμ...»
«Μωρό μου...»
Με το που, ύστερα από λίγο, το βγάζω, ηχηρά, απ' το στόμα μού ζητάει να ξαπλώσω ανάσκελα:
«Ξάπλωσε, ξάπλωσε να χαλαρώσεις, γιατί σε βλέπω λίγο σφιγμένο. Να βλέπεις και στον καθρέφτη, άμα θέλεις».
Το κάνω κι εκείνη γονατίζει, μ' ανοιχτά τα λεπτά της σκέλη, πάνω απ' το πρόσωπό μου – φάτσα προς τα πόδια μου.
Ακολουθούν εναλλαγές πεολειχίας από 'μένα σε 'κείνη (Guino: Μμμ...), προσπάθεια γάμευσης του στόματός μου (Guino: Γκλουκ! Ααχ... Αχ, δεν αντέχω άλλο... Σαμπρίνα: Έτσι κάβλα μου... Έλα έλα, βαλ' την πούτσα ξανά μέσα να στο γαμήσω, λίγο ακόμα, το στοματάκι...) κι ορχεολειχίας, επίσης από 'μένα σε 'κείνη (Σαμπρίνα: Πάρε και τ' αρχίδια μου στο στοματάκι σου, δικά σου είναι... Έτσι, απαλά να μου τα γλύφεις... Απαλά απαλά...»). Ακολουθούν, λοιπόν, όλες αυτές οι εναλλαγές ενώ, έχοντας σκύψει μπροστά και προηγουμένως έχοντας φορέσει στα δάχτυλά της καπότα, προχωράει και σε ψιλοάγαρμπη παραβίαση της κωλοτρυπίδας μου (Σαμπρίνα: Ωωω... Ωωω, τι "μουνάκι" είναι αυτό που έχεις... Μες στην κάβλα είναι το "μουνί" σου... Τελικά εγώ βλέπω στον καθρέφτη, όχι εσύ, χαχαχα...)
Η ψώλα της, εν τω μεταξύ, όλο και μεγαλώνει με αποτέλεσμα, έτσι όπως βίαια και βαθιά τη σπρώχνει μέχρι το πίσω τοίχωμα του φάρυγγά μου, να προκαλεί, όλο και πιο συχνά, το αντανακλαστικό του εμετού σε 'μένα («Γκλουκ!»), γεμίζοντας τα μάτια μου δάκρυα, τη μύτη μου μύξες και το στόμα μου παχύρρευστες βλέννες... (Σαμπρίνα: Κάβλα μου!...)
Η ψώλα της, λοιπόν, όλο και μεγαλώνει βιάζοντας, όλο και πιο σκληρά, τον στοματοφάρυγγά μου – αλλά και τα δάχτυλά της καλά δουλεύουν την κωλοτρυπίδα μου (Σαμπρίνα: Ανοίγει σιγά σιγά. Θα στο ανοίξω, εγώ, το κωλαράκι, μην ανησυχείς...)
Σαμπρίνα (επιμένοντας να της τον καταπίνω μέχρι τη ρίζα): Όλο, όλο... Έεετσι.
Guino (έχοντάς τον, μόλις, βγάλει απ' το στόμα): Αχ, τι ψωλαρού είσαι εσύ...
Σ (ετοιμάζοντας μία νέα καπότα): Είμαι αγοράκι μου. Για πάρτι σου!
G (αρχίζοντας να γλύφω την κωλοτρυπίδα της): Μμμ...
Σ: Γλύψτη, γλύψτη, μ' αρέσει, έτσι... Βλέπεις πως καβλώνει η πούτσα μου;
G: Μμ! (καταφατικό)
Σ (αφού της την ξανακαταπίνω): Όλη μέσα στο στόμα σου τη θέλω...
G: Μμμ...
Σ (ξετυλίγοντας [όσο είναι δυνατόν τέλος πάντων...] την καπότα στο ακόμα σε ηρεμία ψωλάκι μου): Έτσι. Τι πουτανάκι είσαι εσύ... Έτσι, γλύψε με καλά.
Ακολουθεί σκύψιμο δικό της και είσοδος της ψωλίτσας μου στο στόμα της (τώρα κάνουμε "69"), ενώ ξαναρχίζει το βίαιο finger-fuck της πρωκτότρυπάς μου.
Όταν, προσπαθώντας απεγνωσμένα ν' αναπνεύσω («Γκλουκμμ!...»), σπρώχνω τη λεκάνη της προς τα πάνω, με "απειλεί":
«Μέσα μέσα!... Γιατί θα στο βάλω στον κώλο άμα το βγάλω από 'κει. Άμα το ξαναβγάλεις θα το φας στον κώλο, να το ξέρεις. Δεν τη γλυτώνεις»
«Αααχ! Αχ, σιγά γιατί δεν είμαι τόσο ανοιχτός», διαμαρτύρομαι νιώθοντας, επώδυνα, τα δάχτυλά της να προσπαθούν να προχωρήσουν ακόμα πιο βαθιά στο κωλάντερό μου.
«Α, πολύ μυγιάγγιχτος μου είσαι», σχολιάζει και σκύβοντας –πριν ξαναπάρει το ψωλάκι μου στο στόμα– φτύνει ηχηρά την τρύπα μου, με 'μένα να ψιθυρίζω γεμάτος κάβλα:
«Αχ, ναι, φτύσε την κωλοτρυπίδα μου...»
«Για στήστη μου λίγο να τη δω...», μου ζητάει, ύστερα από 3-4 λεπτά που έχουμε ξεκινήσει τα ερωτικά μας παιχνίδια και συνεχίζει: «Έχεις τόσο ωραία κωλάρα...»
Γυρίζω στα τέσσερα και 'κείνη γονατίζει πίσω μου.
Πριν μου τη χώσει με κωλοχαστουκίζει δυο-τρεις φορές, με 'μένα να της ζητώ να με προσέξει («Αχ, μαλακά μπες...») και 'κείνη να συγκατανεύει («Μμμ...»)
Δυσκολεύεται να μου τη βάλει κι όταν, ύστερα από μερικές προσπάθειες, το ψιλοκαταφέρνει σχολιάζει:
«Πω πω, παίρνεις πούτσα μέσα σου, όμως, τώρα!... Είδες που σ' άνοιξα καλά;»
«Μμμ... Ααχ... Ααχ...», συμφωνώ –αν και δεν πολυνιώθω την είσοδο– βογκώντας.
«Γάμα τη...», μου ζητάει, μένοντας ακίνητη, να παλινδρομήσω, εγώ, το εσωτερικό του ερωτικού κυλίνδρου μου στον στρόφαλό της...
«Ααχ...»
«Γάμα τη με τον κώλο την πούτσα...»
«Ααχ...»
«Γάμα τη, να μου δείξεις πόσο πουτανάκι είσαι...»
«Ααχ...»
«Έτσι...», συμφωνεί με αυτό που κάνω κι αμέσως με κωλοχαστουκίζει ξανά.
«Ααχ...»
«Πρέπει να στο ανοίξω. Δεν γίνεται αλλιώς», εξηγεί και συνεχίζει ανάμεσα στα δικά μου παθητικά βογκητά: «Κι απορώ που δεν το 'χεις δουλεμένο... Έπρεπε να το 'χεις πιο δουλεμένο, κανονικά. Αυτό είναι εντελώς αδούλευτο»
«Αχ, δεν είμαι ξεκωλιάρης», είναι η δικαιολογία μου.
«Θα σε ξεκωλιάσω, εγώ», με διαβεβαιώνει και προσθέτει πριν ξαναφτύσει, ηχηρά, το κωλοτρυπίδι μου: «Τι ήρθες, εδώ, να κάνεις νομίζεις; Εδώ θα ξεκωλιαστείς στο τέλος. Θα φύγεις και θα "κουνιέσαι". Μπορεί να σε πάρουν και χαμπάρι στον δρόμο έτσι όπως θα περπατάς»
«Ααχ, έτσι μπράβο, φτύσε την τρύπα μου...»
«Κι άσε την πούτσα, μέσα, να δουλεύει...»
«Ααχ...»
«Σ' αρέσει;»
«Ααχ...»
«Το φανταζόσουν, ποτέ, πως θα έπαιρνες έναν τέτοιον πούτσο;»
«Ααχ...»
«Ε;»
«Αχ, τι ψωλάρα είναι αυτή...»
«Γύρνα κάβλα μου, γύρνα και σήκωσε τα ποδαράκια σου ψηλά. Γύρνα, γιατί δεν βολεύεσαι», μου λέει ψιλοανυπόμονα, ύστερα από δυο-τρία λεπτά γάμευσης, καθώς τραβιέται.
Την επόμενη στιγμή βρίσκομαι ξαπλωμένος ανάσκελα με τα πόδια έτσι όπως τα θέλει – και τα θέλω...
Αφού, για καμιά-δυο φορές, με ξανακωλοχαστουκίζει (Guino: Ααχ...) μου τη μισοχώνει, κάθεται στις γάμπες της και πιάνοντας το ψωλάκι μου αρχίζει να το τρίβει.
«Αχ, ναι, παίζε την "κλειτορίδα" μου...», είναι η αντίδρασή μου στην πρωτοβουλία της.
Ακολουθούν αρκετά δικά μου «αχ» καθώς εκείνη απαλοκουνάει τη λεκάνη της μπρος πίσω, σε μία παρωδία γάμευσης, συνεχίζοντας να τρίβει την ακόμα ξεκάβλωτη ψωλίτσα μου. Ακολουθούν, λοιπόν, αρκετά δικά μου «αχ» μέχρι τη δήλωσή μου πως «Αχ, είμαι μια στενοκώλα!», με τη Σαμπρίνα, ακούγοντας, να νιώθει την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό της λέγοντας:
«Ναι αλλά εγώ στην άνοιξα την κωλάρα. Έκανα καλή δουλειά»
«Αχ, βέβαια...»
Όταν ύστερα από λίγο τη βλέπω να βγάζει την καπότα από την κατά τα τρία τέταρτα καβλωμένη ψώλα της τη ρωτάω:
«Να σου πάρω λίγο τσιμπούκι να σε καβλώσω;»
«Εμένα είναι καβλωμένη», μου απαντάει τότε εκείνη και συνεχίζει: «Εσύ δεν έχεις καβλώσει καθόλου. Εγώ είμαι μια χαρά»
«Το βλέπω...», παραδέχομαι κυττάζοντας χαμηλά στην κοιλιά μου.
«Εσύ δεν πας καλά»
«Αχ, είμαι ένας ανίκανος...»
«Αλήθεια;», ρωτάει, τότε, με μία χροιά ενδιαφέροντος στη φωνή.
Σπεύδω να εξηγήσω αμέσως:
«Δηλαδή, θέλω να πω, είμαι μικροτσούτσουνος και δεν μπορώ να γαμήσω καλά»
«Παρ' την πούτσα όλη μέσα!... Κι άσε τις μαλακίες σε 'μένα», με "μαλώνει" δίνοντάς τη μου ξεσκούφωτη, πλέον, στο στόμα κι εγώ της την καταπίνω μέχρι τ' αρχίδια, υπομένοντας, επιπλέον, τις σθεναρές γαμιές της μέχρι που μην μπορώντας ν' αντέξω άλλο, σχεδόν της την κάνω εμετό («Γκλουκ!»)...
«Έτσι. Ξάπλωσε!», μου ζητάει, πριν ακόμα κοπάσει ο βήχας μου κι εγώ, θεωρώντας πως θέλει να συνεχίσει την προσπάθεια να με γαμήσει, κάνω να γυρίσω στα τέσσερα.
«Τι, πάλι στον κώλο θέλεις;», την ακούω, τότε, να με ρωτάει έκπληκτη-ενοχλημένη.
«Όχι. Ό,τι θέλεις εσύ θα κάνεις», της απαντώ πάραυτα και συνεχίζω: «Εσύ είσαι η ψωλαρού. Θα κάνω ό,τι μου πεις»
«Πάρε την πούτσα και μη μιλάς και παίξε και τη δικιά σου. Πώς θα ικανοποιηθείς;»
Υπακούοντας αρχίζω το τσιμπούκι ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να καβλώσω το πεΐδιό μου. Την ίδια στιγμή την ακούω να παραπονιέται, μισοαστεία-μισοσοβαρά:
«Τρως μια τέτοια πούτσα και μου είσαι ακάβλωτη. Ντροπή σου παλιοτσούλα»
Για κανένα-δυο ακόμα λεπτά την τσιμπουκώνω βαθιά (δυνατοί ήχοι πνιξίματος όπως κι εμετού) και υγρά (σάλια, μύξες, δάκρυα), γλύφοντάς της, επιπροσθέτως, αρχίδια και κωλοτρυπίδα. Τότε, ξαφνικά, τραβάει την ψώλα της απ' το στόμα μου και ξεκινώντας να την τρίβει φρενιασμένα, πάνω απ' το πρόσωπό μου, αρχίζει να λαγνοβογκάει τσιριχτά («Ααχ... Ααχ... Ααχ...»). Ανάμεσα σ' αυτά τα τσιριχτά λαγνοβογκητά, σύντομα, μου ανακοινώνει πως χύνει («Αχ, χύνω...»), με μένα να της ζητάω, με βραχνή από ιμερικό πόθο φωνή, να το κάνει στο στόμα μου («Αχ, στο στόμα μου, χύσε στο στόμα μου...») και 'κείνη να ζητάει να ολοκληρώσω κι εγώ μαζί της («Αχ, κι εσύ μαζί! Αχ... Αχ... Αχ... Ααχ... Ααχ...»)
Το σπέρμα της είναι λίγο. Το νιώθω στο μάγουλο και το γεύομαι όταν μου δίνει τη βάλανό της στο στόμα, ενώ την ίδια στιγμή, κυττώντας με από ψηλά, με παρακινεί να ολοκληρώσω («Έτσι, πέτα τα κι εσύ... Έτσι, με τη χυμένη πούτσα στο στόμα... Έλα... Έλα, χύσε κι εσύ... Έλα κάβλωσε πουτανάκι...»)
«Είμαι ένα πουτανάκι μ' ένα μικρό πουλάκι...», λέω έτσι όπως είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα κι έχοντας αρχίσει να τρίβω την ψωλίτσα μου, ενώ, ταυτόχρονα, προσπαθώ να βάλω δάχτυλο στον εαυτό μου.
«Τρίψτο, τρίψτο να καβλώσει και να χύσει... Έτσι, όπως έχυσε η πούτσα μου...», συνεχίζει τις προτροπές και βλέποντάς με να προσπαθώ ν' αυτογαμηθώ προτείνει: «Θες να στο βάλω εγώ το δαχτυλάκι;»
«Αχ, ναι, κάνε με το πουτανάκι σου με το δάχτυλό σου...»
Καθισμένη ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια μου κι έχοντας ξαναφορέσει μια καινούργια καπότα στα δάχτυλά της αρχίζει να πραγματοποιεί την πρότασή της...
Guino (συνεχίζοντας να τρίβω τη μισοκαβλωμένη ψωλίτσα μου, κυττάζοντάς μας απ' τον διπλανό μεγάλο, στρογγυλό, επίτοιχο καθρέφτη): Αχ, είμαι ανίκανος...
Σαμπρίνα: Καριόλα...
G: Ααχ... Ααχ... Ααχ...
Σ (παλινδρομώντας τα δάχτυλα της στον πρωκτοσωλήνα μου): Τον πούτσο μου τον έφαγες, όμως, ικανότατα!
G (αρχίζοντας να χύνω – με τα "σκάγια" να βρίσκουν το στήθος και κυρίως την κοιλιά μου): Ααχ... Ααχ... Ααχ...
Σ: Μια χαρά την έφαγες την ψωλάρα μου, καριόλα...
G (συνεχίζοντας το χύσιμο για λίγο ακόμα – κυρίως στο εφήβαιό μου, αυτή τη φορά): Ααχ... Ααχ... Ααχ... Τι προικισμένη ψωλαρού είσαι εσύ!
Σ: Είδες; Ο φίλος σ' έστειλε σε καλά χέρια.
Στη συνέχεια μου δείχνει που είναι το χαρτί, για να σκουπιστώ και κάνει να φύγει λέγοντάς μου πως θα είναι δίπλα αν θελήσω κάτι.
«Πω πω, μπορεί να μη με ξέσκισες αλλά το ευχαριστήθηκα», της λέω καθώς σηκώνομαι προσεκτικά.
«Ε, σε άνοιξα πάντως. Ήσουνα πολύ σφιχτός», απολογείται, με 'μένα, στο καπάκι, να τη διαβεβαιώνω πως δεν θα είναι η τελευταία φορά που συναντιόμαστε («Θα ξανάρθω, θα ξανάρθω...») και 'κείνη να επιμένει («Ήσουν πολύ σφιχτός»), συμβουλεύοντάς με επίσης («Να βάζεις και "πραγματάκια" πίσω – και μόνος σου»)
«Περισσότερο γαμάς ή σε γαμάνε;», ζητάω να μάθω, λίγο αργότερα, πριν μου ανοίξει την εξώπορτα για να φύγω.
«Μ' αρέσει να γαμάω», είναι η απάντησή της.
Κανένα εικοσάλεπτο έμεινα στον χώρο της.